- Ιμαλάια
- (Himalayas). Μεγάλη ορεινή αλυσίδα της νοτιοκεντρικής Ασίας, η ψηλότερη της Γης. Η ονομασία είναι σανσκριτικής προέλευσης· οι λέξεις himaalaya σημαίνουν κατοικία των χιονιών. Τα Ι. διαγράφουν ένα τόξο μήκους περίπου 2.500 χλμ. και πλάτους 200 χλμ., το οποίο έχει την κοιλότητα προς τα Β και περιλαμβάνεται μεταξύ των κοιλάδων των ποταμών Ινδού προς τα Δ και Βραχμαπούτρα προς τα Α, χωρίζοντας το οροπέδιο του Θιβέτ προς τα Β από την πεδιάδα του Ινδοστάν προς τα Ν.
Η αλυσίδα των I. παρουσιάζεται στη νότια πλευρά πολύ πιο απότομη απ’ ό,τι στη βόρεια. Συνέπεια αυτού είναι το ότι οι περισσότεροι ποταμοί που πηγάζουν από τα I. ρέουν προς τα N, δηλαδή προς την ινδική πεδιάδα. Οι κοιλάδες κατά μήκος των I., πολύ μεγαλύτερες και περισσότερες από εκείνες που βρίσκονται στο εγκάρσιο τμήμα τους, κατέχονται από εκτεταμένους παγετώνες μεγάλου μήκους. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι ο Ζεμού (μήκους 27 χλμ.), o Γκανγκότρι (26 χλμ.) και ο Καντσεντζούνγκα (22 χλμ.). Το όριο των αιωνίως χιονισμένων περιοχών είναι περίπου 4.000–5.000 μ., ενώ οι χαμηλότεροι παγετώνες φτάνουν σε ύψος τα 3.000 μ.
Τα Ι. οφείλουν τον σχηματισμό τους στους αλπεοϊμαλαϊνούς ορεογενετικούς παροξυσμούς (αλπική ορεογένεση). Από δομική άποψη τα I. διακρίνονται σε τέσσερις ζώνες, που εκτείνονται από τα Ν προς τα Β. Η περιοχή των Σιβαλίκ περιλαμβάνει βουνά (το μέσο ύψος τους είναι περίπου 2.000 μ.), που αποτελούνται από πετρώματα του τριτογενούς· η υποϊμαλαϊνή ζώνη (με μέσο ύψος τα 4.000 μ.) έχει σχηματιστεί από σχιστικά και ψαμμιτικά πετρώματα πιθανότατα του τριτογενούς· στην τρίτη ζώνη, τη ζώνη των μεγάλων Ι., στο αξονικό τμήμα της αλυσίδας, βρίσκονται οι πιο υψηλές κορυφές της Γης: το Έβερεστ (8.856 μ., βλ. λ.), στο οποίο αναρριχήθηκε για πρώτη φορά το 1953 μια βρετανική αποστολή, το Καντσεντζούνγκα (8.598 μ.), στην κορυφή του οποίου έφτασε για πρώτη φορά το 1955 μια αγγλική ορειβατική ομάδα, το Μακάλου (8.475 μ.), το Νταουλαγκίρι (8.172 μ.), το Νάνγκα Πάρμπατ (8.126 μ.), το Αναπούρνα (8.078 μ.), το Νάντα Ντέβι (7.816 μ.) και το Νάμτσα Μπάρβα (7.750 μ.). Η ζώνη των μεγάλων Ι. αποτελείται από παλαιοζωικά και μεσοζωικά πετρώματα, που έχουν υποστεί έντονες μεταμορφώσεις και στα οποία έχουν εισδύσει γρανιτικά πετρώματα. Η τέταρτη ζώνη αντιστοιχεί προς το θιβετανικό οροπέδιο. Είναι το μεγαλύτερο της Γης και αποτελείται από μεγάλα στρώματα απολιθωματοφόρων πετρωμάτων θαλάσσιας προέλευσης, τα οποία χρονολογούνται στον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και έχουν εναποτεθεί σε προκάμβριο κρυσταλλοπαγές στρώμα.
Η ορεινή αλυσίδα των Ι. με το ύψος και την έκτασή της ασκεί σημαντική επίδραση στο κλίμα, καθώς σταματά τα ρεύματα του ψυχρού αέρα που πνέουν από τα Β και τους γεμάτους υγρασία μουσώνες οι οποίοι προέρχονται από τον Ινδικό ωκεανό. Στη νότια πλευρά οι βροχοπτώσεις έχουν υψηλές τιμές (έως 3.000 χιλιοστά τον χρόνο), ενώ στη βόρεια πλευρά είναι σπανιότατες. Μια τέτοια διαφορά βροχομετρικών συνθηκών επηρεάζει τη βλάστηση. Έτσι, ενώ η πλευρά προς το Θιβέτ είναι μάλλον γυμνή, αντίθετα, στην πλευρά προς την Ινδία παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ανάπτυξη τα τροπικά δάση έως το ύψος των 1.500 μ., τα οποία διαδέχεται, έως τα 1.500–3.000 μ., μια ζώνη αειθαλών φυτών, με βελανιδιές, έλατα, σφενδάμνους και καστανιές. Από τα 2.500–3.000 μ. έως περίπου τα 4.000 μ. εκτείνεται μια ζώνη πεύκων και κέδρων, την οποία ακολουθεί, έως το όριο των αιώνιων χιονιών, μια αλπική ζώνη με ροδόδεντρα και ζώνες με ποώδη βλάστηση.
Γενικά, στο βάθος των κοιλάδων, έως το ύψος των 3.000 μ., καλλιεργούνται δημητριακά, πατάτες, μπαχαρικά, οπωροφόρα δέντρα (μηλιές, αχλαδιές, πορτοκαλιές, βερικοκιές). Η οικονομία της περιοχής των Ι. βασίζεται επίσης στην εκτροφή αιγοπροβάτων και γιακ. Στους πρόποδες της νότιας πλευράς των Ι., ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα, ζουν ελέφαντες, τίγρεις, λεοπαρδάλεις, ρινόκεροι, πολυάριθμα είδη φιδιών, αετοί και γύπες.
Η πληθυσμιακή πυκνότητα είναι πολύ χαμηλή. Υπάρχουν λίγα χωριά, κυρίως στη νότια πλευρά, που αποτελούνται από καλύβες, έως το μέγιστο ύψος των 4.000 μ. Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που κατοικούν στη βόρεια και στην ανατολική πλευρά των Ι. είναι μογγολικής φυλής, ενώ στο δυτικό τμήμα επικρατεί o ινδοάριος τύπος (φυλές Βάλτων και Δάρδων).
Τμήμα των Ιμαλαΐων, του ψηλότερου ορεινού συστήματος της Γης (Έβερεστ, 8.848 μ.), φωτογραφημένο από τον Αμερικανό αστροναύτη Γκόρντον Κούπερ, στις 15 Μαΐου του 1963.
Ο ινδουιστικός ναός του Γκανγκότρι (18oς αι.), κοντά στις πηγές του ποταμού Μπαγκιράτι, στο δυτικοκεντρικό τμήμα των Ιμαλαΐων.
Το Ιταλικό Ερευνητικό Κέντρο στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, με το Έβερεστ στο βάθος.
Αεροφωτογραφία τμήματος των Ιμαλαΐων (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.